- παραδειγματίζομαι
- παραδειγματίζομαι, παραδειγματίστηκα, παραδειγματισμένος βλ. πίν. 34
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παραδειγματίζω — ΝΑ [παράδειγμα] 1. προβάλλω κάτι προηγούμενο ως παράδειγμα («λαβὲ πάντας τοὺς ἀρχηγοὺς τοῡ λαοῡ καὶ παραδειγμάτισον αὐτοῡς κυρίῳ», ΠΔ) 2. καθιστώ κάτι κατανοητό με παράδειγμα, καταδεικνύω κάτι με παράδειγμα 3. διδάσκω κάποιον δίνοντάς του… … Dictionary of Greek
παραδειγματίζω — παραδειγμάτισα, παραδειγματίστηκα, παραδειγματισμένος 1. δίνω παράδειγμα με την πράξη: Παραδειγματίζει τους μαθητές του με τη συμπεριφορά του. 2. διδάσκω: Η τιμωρία του ενός παραδειγμάτισε και τους άλλους. 3. μέσ., παραδειγματίζομαι παίρνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)